- Μισῶν
- Μίσαfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μισῶν — μῑσῶν , μῖσος hate neut gen pl (attic epic doric) μῑσῶν , μισέω hate pres part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μίτωση — Το σύνολο των μεταβολών του πυρήνα και του κυτταροπλάσματος, που προηγούνται και συνοδεύουν τη διαίρεση του κυττάρου· συνώνυμος, και πολύ χρησιμοποιούμενος, είναι ο όρος καρυοκινησία. Το πρώτο μορφολογικό συμβάν, που παρατηρείται στον πυρήνα του… … Dictionary of Greek
προσεκθρώσκω — Α κάνω κάποιον ή κάτι να εκπηδήσει επί πλέον («υἱὸν ἔχειν βουλόμενος καὶ τὸ τῶν γυναικῶν γένος μισῶν, πέτρᾳ τινὶ προσεξέθορεν», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐκθρῴσκω «πηδώ, εξορμώ»] … Dictionary of Greek
Έρικ — (Erik). Όνομα βασιλιάδων της Σκανδιναβίας. 1. Έ. οΑιματοβαμμένος πέλεκυς (895 – 954). Βασιλιάς της Νορβηγίας (933 935). Γιος του Αρόλδου, πήρε από αυτόν τον τίτλο του ανώτατου βασιλιά, προκαλώντας έτσι τη ζήλια των αδελφών του. Ο Έ. τους νίκησε… … Dictionary of Greek
ԱՏԵԼԻ — (լւոյ, լեաց.) NBH 1 0335 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 7c, 8c, 10c, 12c ա. μισητός qui odio habetur, odiosus, odibilis, invisus Որ ինչ ոչ է սիրելի. ատեցեալ. կամ արժանի ատելոյ. արաբ. ատիւ, ատիւվվ *Առհասարակ ատելի են… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)